υπανάπτυξη — και υποανάπτυξη, η, Ν (κοινων. οικον.) φαινόμενο χαρακτηριστικό τών χωρών τού λεγόμενου τρίτου κόσμου, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλό οικονομικό δυναμικό, οφειλόμενο στην ιστορική εξέλιξή τους, φαινόμενο τού οποίου κύρια στοιχεία είναι μεταξύ άλλων… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
αλφισμός — Η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός που σε κανονικές συνθήκες παρουσιάζει χρωστική, εμφανίζεται χωρίς καθόλου χρωστική. Αυτή η κατάσταση είναι κληρονομική και οφείλεται στη δημιουργία άχρωμων χρωματοφόρων κυττάρων. Τα ζώα που… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
υπανάπτυκτος — και υποανάπτυκτος, η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε υπανάπτυξη, αυτός που υστερεί σε ανάπτυξη («υπανάπτυκτες χώρες») 2. φρ. «υπανάπτυκτη περιοχή» περιοχή χαμηλής οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… … Dictionary of Greek
υποανάπτυξη — η, Ν (οικον.) βλ. υπανάπτυξη … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek